επιδρομέας

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐπιδρομεύς)
αυτός που επιχειρεί επιδρομή για λεηλασία ή κατάκτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ-εύς (< δρόμος)].