επικούρειος

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐπικούρειος, -ον) Επίκουρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Επίκουρο ή στη φιλοσοφική σχολή του («τινὲς δὲ τῶν Επικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων», ΚΔ)
2. το αρσ. ως ουσ. οἱ ἐπικούρειοι
οι οπαδοί της φιλοσοφίας του Επικούρου
νεοελλ.
φιλήδονος, ευδαιμονιστής.
επίρρ...
επικουρείως ή -α
σύμφωνα με τις δοξασίες του Επικούρου, ευδαιμονιστικά, φιλήδονα.