επισκιασμός

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

ἐπισκιασμός, ὁ (Α)
1. κάλυμμα
2. αδύνατη όραση.