επιτόκιο

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source

Greek Monolingual

το (AM ἐπιτόκιον) επίτοκος
νεοελλ.
ο τόκος τών εκατό δραχμών σε έναν χρόνο
αρχ.
1. σύνθετος τόκος, τόκος τόκων
2. ποίημα για τη γέννηση ή για τα γενέθλια.