επιτόκιο

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

το (AM ἐπιτόκιον) επίτοκος
νεοελλ.
ο τόκος τών εκατό δραχμών σε έναν χρόνο
αρχ.
1. σύνθετος τόκος, τόκος τόκων
2. ποίημα για τη γέννηση ή για τα γενέθλια.