Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
το (AM ἐπιτόκιον) επίτοκοςνεοελλ.ο τόκος τών εκατό δραχμών σε έναν χρόνοαρχ.1. σύνθετος τόκος, τόκος τόκων2. ποίημα για τη γέννηση ή για τα γενέθλια.