επτάπληγος
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Greek Monolingual
ἑπτάπληγος, -ον (Μ)
με επτά ή πολύ περισσότερες «πληγές», κτυπήματα, τιμωρίες (α. «ἔπεμψεν ὁ Θεός... ἑπτάπληγον ὀργήν» β. «τὴν τοῦ Κάιν έπτάπληγον τιμωρίαν», Μαλάλ.).