Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
ἐριβριθής, -ές (Α)
ο πολύ βαρύς («ἐριβριθῆ μολύβου χύσιν», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βριθής (< βρίθος)].