ετεροιώ
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
ἑτεροιῶ, -όω (ΑΜ) ετεροίος
αρχ.
1. καθιστώ κάτι διαφορετικό κατά το είδος
2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτεροιούμενα
οι μυθολογικές μεταμορφώσεις (τίτλος έργου του Νικάνδρου).