ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
ἑτεροιῶ, -όω (ΑΜ) ετεροίος
αρχ.
1. καθιστώ κάτι διαφορετικό κατά το είδος
2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτεροιούμενα
οι μυθολογικές μεταμορφώσεις (τίτλος έργου του Νικάνδρου).