ετοιμοπόλεμος

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἑτοιμοπόλεμος, -ον)
ο έτοιμος για πόλεμο, ο παρασκευασμένος για διεξαγωγή πολέμου.