ευκολοπίστευτος

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που τον πιστεύει κανείς εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολόπιστος («δυστυχισμένε μου λαέ... πάντοτ' ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε», Σολωμ.).