ευκολοπίστευτος

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που τον πιστεύει κανείς εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολόπιστος («δυστυχισμένε μου λαέ... πάντοτ' ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε», Σολωμ.).