εύερος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

εὔερος, -ον (Α)
βλ. εύειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εύειρος].