σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
εὔθρονος και ἐΰθρονος, -ον (Α)αυτός που έχει ωραίο θρόνο («ἐΰθρονος Ἠώς», Ομ. Ιλ.).