εὐκράτως

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek (Liddell-Scott)

εὐκράτως: ᾱ, Ἐπίρρ. τοῦ εὔκρατος, συγκεκερασμένως, μετρίως, Γαλην.· εὐκράτως ἔχω, εἶμαι χλιαρός, Ἀρτεμίδ. 1. 64.