ζέστα

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

η (Μ ζέστα)
βλ. ζέστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζέστη].