ζέστη
From LSJ
γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
Greek Monolingual
και ζέστα, η (Μ ζέστη)
θερμότητα, υψηλή θερμοκρασία
νεοελλ.
1. θαλπωρή
2. (για ασθενή) πυρετός, υπερθερμία
3. φρ. α) «δε μού κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη» — αδιαφορώ τελείως για κάτι
β) «δεν τον βρίσκεις ούτε στο κρύο ούτε στη ζέστη» — είναι αλλοπρόσαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός. Ο τ. ζέστα υποχωρητικός σχηματισμός < ζεσταίνω].