ζητωκραυγή

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

η
η επευφημία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτω + κραυγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 / 1844 στα Πρακτικά της Εθνοσυνελεύσεως].