ζητωκραυγή
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
η
η επευφημία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτω + κραυγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 / 1844 στα Πρακτικά της Εθνοσυνελεύσεως].