ζιγκλούρης

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

ο
θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός, ζονγκλέρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. jengleour ή jugleour].