ζουλάπι
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
και ζ'λάπι, το (Μ ζουλάπι[ν])
νεοελλ.
1. άγριο ζώο, ιδίως ο λύκος
2. (υβριστ. για πρόσ.) βλάκας, χαζός
μσν.
φαρμακευτικό αφέψημα.