Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
[Seite 437] inf. aor. zu πάσχω.
πᾰθεῖν: Επικ. παθέειν, απαρ. αορ. βʹ του πάσχω.