ηδυντήρ

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

ἡδυντήρ, -ῆρος, ὁ (Α) ηδύνω
αυτός που γλυκαίνει ή που κάνει κάτι νόστιμο.