ηλιόκαλος

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

και λιόκαλος, -η, -ο (Μ ἡλιόκαλος, -ον)
ωραίος σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + καλός.