ηλιόκαλος

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source

Greek Monolingual

και λιόκαλος, -η, -ο (Μ ἡλιόκαλος, -ον)
ωραίος σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + καλός.