ημίκορος

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

ἡμίκορος, ὁ (Α)
ἡμικόριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κόρος «μέτρο χωρητικότητας»].