ἡμικόριον
From LSJ
English (LSJ)
τό, half-κόρος, a dry measure, Hsch. (-κόλλιον cod.):—also ἡμίκορος, ὁ, Aq., Sm., Thd.Ho.3.2.
German (Pape)
[Seite 1168] τό, ein halber κόρος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικόριον: τό, ἥμισυς κόρος, μέτρον ξηρῶν, Ἡσύχ. (κοινῶς -κόλλιον).
Greek Monolingual
ἡμικόριον, τὸ (Α)
μισός κόρος, μέτρο ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κόρ-ιον (< θ. κορ- του κόρος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδίον)].