ημιμηνιαίος

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

Greek Monolingual

ἡμιμηνιαῖος, -αία, -ον και ἡμιμήνιος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει, που αντιστοιχεί ή αναφέρεται σε μισό μήνα.