Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
ἡμιμηνιαῖος, -αία, -ον και ἡμιμήνιος, -ον (Α)αυτός που ανήκει, που αντιστοιχεί ή αναφέρεται σε μισό μήνα.