ημιμηνιαίος

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

ἡμιμηνιαῖος, -αία, -ον και ἡμιμήνιος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει, που αντιστοιχεί ή αναφέρεται σε μισό μήνα.