ησκιάδα

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source

Greek Monolingual

η
πυκνή σκιά, ήσκιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσκιος + επίθημα -αδα (πρβλ. έβδομος > εβδομ-άδα)].