θεοξένια

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

Greek Monolingual

θεοξένια, τὰ (Α)
γιορτές σε διάφορες περιοχές της αρχαίας Ελλάδας με κύρια εκδήλωση την παράθεση γευμάτων προς τιμήν ενός ή περισσότερων θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ξένια (< ξένος «φιλοξενούμενος») κατά τα επιφάνια, ανθεστήρια].

Russian (Dvoretsky)

θεοξένια: τά теоксении (празднества в честь божеств, покровительствовавших чужеземцам: Диоскуров в Агригенте, Аполлона в Дельфах и в Пеллене, а также Гермеса) Plut.