θεοξένια
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
Greek Monolingual
θεοξένια, τὰ (Α)
γιορτές σε διάφορες περιοχές της αρχαίας Ελλάδας με κύρια εκδήλωση την παράθεση γευμάτων προς τιμήν ενός ή περισσότερων θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ξένια (< ξένος «φιλοξενούμενος») κατά τα επιφάνια, ανθεστήρια].
Russian (Dvoretsky)
θεοξένια: τά теоксении (празднества в честь божеств, покровительствовавших чужеземцам: Диоскуров в Агригенте, Аполлона в Дельфах и в Пеллене, а также Гермеса) Plut.