θράσιον

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

θράσιο(ν), τὸ (Μ)
ψοφίμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο σάθριον (< σαθρός) με μετάθεση].