θροδάκιον

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

θροδάκιον, τὸ (Α) μαρουλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θρόδαξ].