θρονόομαι

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek (Liddell-Scott)

θρονόομαι: ἐνθρονίζομαι, θρονούμενος κριτὴς Λέοντ. μαγ. ποιήμ. Matr. An. gr. hell. I. σ. 201.