ιερειάζω

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

ἱερειάζω (Α)
ιεράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί ιεράζω].