ιλαρώνω

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

Greek Monolingual

ἱλαρώνω (Μ) ιλαρός
κάνω κάποιον πρόθυμο, χαρούμενο.