Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
ἱλαρώνω (Μ) ιλαρόςκάνω κάποιον πρόθυμο, χαρούμενο.