ιμαντελικτής
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Greek Monolingual
ἱμαντελικτής, ὁ (Α)
1. αυτός που στρέφει, που γυρίζει σχοινιά
2. (για τους σοφιστές) αυτός που παρουσιάζει προβλήματα με δύσκολη λύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + ελικτής (< ἑλίσσω)].