ιν

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

(I)
ἰν (Α)
(αρκαδ. και κυπρ. και κρητ. τ.) βλ. εν (Ι).
(II)
ἵν και εἵν, τὸ (Α)
είδος αιγυπτιακού και εβραϊκού μέτρου υγρών.