ιν
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(I)
ἰν (Α)
(αρκαδ. και κυπρ. και κρητ. τ.) βλ. εν (Ι).
(II)
ἵν και εἵν, τὸ (Α)
είδος αιγυπτιακού και εβραϊκού μέτρου υγρών.