ιν

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

(I)
ἰν (Α)
(αρκαδ. και κυπρ. και κρητ. τ.) βλ. εν (Ι).
(II)
ἵν και εἵν, τὸ (Α)
είδος αιγυπτιακού και εβραϊκού μέτρου υγρών.