ιντυβολάχανον

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

ἰντυβολάχανον, τὸ (Α)
βοτ. ο ίντυβος, το αντίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίντυβος + λάχανον.