ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
ἰντυβολάχανον, τὸ (Α)βοτ. ο ίντυβος, το αντίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίντυβος + λάχανον.