αντίδι

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

το (Μ ἀντίδιον και ἀντίδιν)
κοινή ονομασία είδους του φυτού κιχόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εντύβιον < έντυβον < λατ. intubus «είδος λαχανικού»].