ιοβόστρυχος
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
Greek Monolingual
ἰοβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ιώδεις, σκούρους βοστρύχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βόστρυχος].