Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιοβόστρυχος

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

ἰοβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ιώδεις, σκούρους βοστρύχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βόστρυχος].