ιουλώδης

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

ἰουλώδης, -ῶδες ίουλος
αυτός που μοιάζει με σαρανταποδαρούσα, με σκολόπενδρα.