σαρανταποδαρούσα
Greek Monolingual
η, Ν
ζωολ.
1. κοινή ονομασία του μυριάποδου σκολόπενδρα
2. η χιλιοποδαρούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + ποδάρι + κατάλ. -ούσα (< μτχ. ρημάτων σε -ώ), πρβλ. ξανθομαλλούσα].
η, Ν
ζωολ.
1. κοινή ονομασία του μυριάποδου σκολόπενδρα
2. η χιλιοποδαρούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + ποδάρι + κατάλ. -ούσα (< μτχ. ρημάτων σε -ώ), πρβλ. ξανθομαλλούσα].