ιπνεύω

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

ἰπνεύω ή -ομαι (Α) ιπνός
1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον κλίβανο, στον φούρνο
2. παθ. ἰπνεύομαι
(κατὰ τον Ησύχ.) «ἐφρύγετο, ἰπνεύετο».