ψήνω

From LSJ

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek Monolingual

ΝΜ, και ψένω Ν
1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση της φωτιάς
2. βράζω ή μαγειρεύω
νεοελλ.
1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη»)
2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό»)
3. πείθω, καταφέρνω («τελικά τήν έψησε και δέχθηκε»)
4. παθ. ψήνομαι
(για καρπούς) ωριμάζω («ψήθηκαν τα καλαμπόκια»)
5. (η μτχ.παθ. παρακμ.) ψημένος, -η, -ο
α) έμπειρος, πεπειραμένος (α. ψημένη γυναίκα» β. «ψημένος στη δουλειά»)
β) (θωπευτικά) κακόμοιρος, αξιαγάπητος («το ψημένο»)
6. φρ. α) «τά ψήνω με κάποιον [ή με κάποια]» — σχετίζομαι, καλλιεργώ ερωτική σχέση
β) «μού ψήνει το ψάρι στα χείλια» — μέ ταλαιπωρεί, μέ βασανίζει
γ) «τον έψησε ο ήλιος» — είναι ηλιοκαμένος
δ) «εκεί που ψένει ο ήλιος το ψωμί» — στις τροπικές χώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἔψησα, νεώτ. αόρ. του ἔψω «βράζω», κατά το σχήμα ἔσβησα: σβήνω: σβένω].