ιππηγέτης

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

ἱππηγέτης, ὁ (Α)
(για τον Ποσειδώνα) αυτός που οδηγεί ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + ἡγέτης (< ήγοῦμαι)].